- σηροκτόνος
- -ον, Αλακων. προφ. τού θηροκτόνος* («ἀγρότερ' Ἄρτεμι σηροκτόνε μόλε δεῡρο», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σηροκτόνε — σηροκτόνος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)